- φαινομενισμός
- ο, Ν(φιλοσ.) ο φαινομεναλισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phenomenism < φαινόμεν-ο + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαινομενισμός — ο η φαινομενοκρατία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαινομεναλισμός — ο, Ν (φιλοσ.) φιλοσοφική αντίληψη σύμφωνα με την οποία το γνωστικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, γνωρίζει μόνον τα φαινόμενα, ό,τι φαίνεται σε ένα αντικείμενο, και όχι τα αντικείμενα, τα πράγματα καθ εαυτά, ότι τα αντικείμενα τής εμπειρίας και τής… … Dictionary of Greek